-
1 араб
-
2 арабка
ж; м - арабη Αράπισσα -
3 арабка
арабкаж ἡ Άράπισσα, ἡ Άραπίνα. -
4 Αράπης
ο, Αράπίνα и Αράπισσα η арап, -ка -
5 арабка
[αράμπκα] ουσ. θ. Αράπισσα -
6 арабка
[αράμπκα] ουσ θ Αράπισσα
См. также в других словарях:
αράπης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στην Ερεσσό. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Γρανίτσα της Δωρίδας. Πολέμησε στο Δίστομο, στην Άμπλιανη, στο Κρεμμύδι και στο… … Dictionary of Greek